κεραμοποιία

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη του κεραμοποιού, η κεραμευτική
2. (ειδ.) η τέχνη της κατασκευής ή η βιομηχανία παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δημήτριο Φίλιο].