κελλί

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησ-ίον, τοπ-ίον)].