κεραυνία

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀείζωον μικρόν, Ps.- Dsc.4.89.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνία: ἡ, ὄνομα φυτοῦ ὅπερ ἄλλως καλεῖται ἀείζωον μικρόν, Διοσκ. Νόθ. 4. 90.

Greek Monolingual

κεραυνία, ἡ (Α)
βλ. κεραύνιος.