κηροκοπίδα

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
χαλύβδινος περιστρεφόμενος τροχίσκος με τον οποίο κόβονται τα εξέχοντα μέρη του πλαισίου τεχνητής κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + κοπίδα (< κόπτω)].