κηρόπιτα

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κερόπιτα, η
1. πίτα κεριού, τεμάχιο κεριού που έχει το σχήμα του δοχείου στο οποίο έγινε η τήξη του
2. κηρήθρα, μελόπιτα.