κλωποπάτωρ

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A son of a thief (i.e. Hermes), Theoc. Syrinx15.

German (Pape)

[Seite 1458] ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.

Greek (Liddell-Scott)

κλωποπάτωρ: ᾰ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἀγνώστου πατρὸς καταγόμενος, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21 (Ἰακώψιος κλοπο-).

Greek Monolingual

κλωποπάτωρ, -ορός ὁ (Α)
παιδί του οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + -πός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο-πάτωρ, χρυσο-πάτωρ.