κνησμονή

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ, = sq., Archig. ap. Aët.3.167, Orib.Fr.116, App.Anth.3.158 (pl.), Gp.1.12.34.

German (Pape)

[Seite 1460] ἡ, = κνησμός, Ep. ad. 445 (App. 304) u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμονή: ἡ, = κνησμός, ὁ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, Γεωπ. 1. 12. 34.

Greek Monolingual

η (AM κνησμονή)
ο κνησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)].