φρίσσω
English (LSJ)
Att. φρίττω Pl.R.387c: fut.
A φρίξω Gal.13.365: aor. ἔφριξα Il.13.339, etc.: pf. πέφρῑκα 11.383, etc.; poet. part. πεφρίκοντες Pi.P.4.183: plpf. ἐπεφρίκει Plu.2.781e, Alciphr.1.1:—Med., aor. 1 ἐφριξάμην f.l. in Polyaen.4.6.7. [ῑ by nature, hence to be accented φρῖσσον in Hes.Sc.171, φρῖξαι S.El.1408 (lyr.)]:—to be rough or uneven on the surface, bristle, φρίσσουσιν ἄρουραι (sc. σταχύεσσι) Il.23.599; φρίξας κάρπιμος στάχυς E.Supp.31; of a line of battle, ἔφριξεν μάχη ἐγχείῃσιν Il.13.339; φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι 4.282, cf. 7.62; φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, of the crest of a helmet, S.Fr.341; of a tree, φρίσσουσα ζεφύροις Pl.Eleg.25; φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pi.I.6(5).40; χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν αἰθήρ, of a crowd holding up their hands to vote, A.Supp.608; of hair, mane, or bristles, bristle up, stand on end, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν [τρίχες] Hes.Op.540, cf. Arist.HA560b8, Pr.888a38; ἔφριξαν ἔθειραι Theoc. 25.244; of foliage, φύλλα πεφρικότα, opp. κεκλιμένα, Thphr.HP3.9.4: c.acc. of respect, φρίξας εὖ λοφιήν having set up his bristly mane, Od.19.446; φ. τρίχας Hes.Sc.391; φ. νῶτον, αὐχένας, Il.13.473, Hes.Sc.171; χαίταν Ar.Ra.822 (lyr.); also πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες bristling on their backs with feathers, Pi.P.4.183; λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός E.Ph.1121. 2 ἄσθματι φρίσσων πνοάς ruckling in his throat, of one just dying, dub.l. in Pi.N.10.74. 3 of the rippling surface of smooth water (cf. φρίξ 1), φ. θάλασσαι . . πνοιῇσι D.P.112, cf. Alciphr.1.1; of breakers, ῥηγμῖνες φ. A.R.4.1575, cf. Ael.NA7.33; also of rain, φρίσσοντες ὄμβροι Pi.P.4.81, expld. by Sch. as φρίσσειν ποιοῦντες, cf. ὁπόταν . . φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχῃ Id.Parth.2.18. II freq. of a feeling of chill, shiver, shudder: 1 of the effect of cold, shiver, Hes.Op.512, Hp.Aff. 11, Arist.Pr.963a33, 965a33; χωρὶς τοῦ φρῖξαι unless he catch a chill, Gal.10.803; of the teeth, chatter, D.H.Rh.10.9. 2 of the effect of fear, shudder, S.El.1408 (lyr.), Tr.1044; πέφρικ' ἐγὼ μέν, αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit.480; φ. γαῖα πόντος τε h.Hom.27.8; ἅλω δὲ πολλὴν . . ἔφριζα δινήσαντος I shuddered when he swung the vast shield round, A.Th.490; οὐ φρίττουσιν (sc. animals) ὡς φρίττουσιν οἱ ἄνθρωποι Phld.D.1.12: c. acc., shudder at one, οἵ τέ σε πεφρίκασι Il.11.383; πάντες δέ με πεφρίκασιν 24.775, cf. Pi.O.7.38, S.Ant.997, Ar.Nu.1133; τῶν δημοτέων φ. τὸν ἥκιστον Herod.2.30; τοὺς τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει Id.6.64; πεφρικέναι τὸν θάνατον Phld.Mort. 39; φρίττουσι τὴν σύντροφόν τε καὶ φίλην οἱ ἰχθύες θάλατταν Ael.NA9.57: c. acc. et inf., πέφρικα . . Ἐρινὺν τελέσαι I tremble at the thought of her accomplishing... A.Th.720 (lyr.) (but not c. dat., for ἐρετμοῖσι φρίξουσι they shall shudder at the oars is f.l. for φρύξουσι in Orac. ap. Hdt.8.96): c. part., πέφρικα λεύσσων I shudder at seeing, A.Supp.346; φ. σε δερκομένα Id.Pr.540 (lyr.), cf. 695 (lyr.): c. inf., fear to do, D.21.135: c. Prep., φ. πρὸς τοὺς πόνους Plu.2.8f; φ. πρὸς τὴν ἀκοὴν τῆς Ῥωμαίων τέχνης Lib.Or.24.16; φ. ὑπὲρ ὧν προσήκει παθεῖν D.51.9. 3 feel a holy thrill or awe at, ἐν ἱερῷ φ. ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Plu.2.26b; τοὺς θεοὺς πέφρικα Jul.Or.7.212b, al. 4 thrill with passionate joy, ἔφριξ' ἔρωτι S.Aj.693, A.Fr.387.—Rare in early Prose, exc. in the sense of shuddering, fearing, Pl.R.387c, Phdr.251a, D.ll.cc.