κοινοτελής

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ές,

   A with the authority of the state, δόγμα IG11(4).1150 (Delos, ii B.C.).

Greek Monolingual

κοινοτελής, -ές (Α)
αυτός που επιτρέπεται ή παραχωρείται ή καθιερώνεται από την πολιτείαδόγμα κοινοτελές», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -τελής (< τέλος), πρβλ. ευ-τελής, υπο-τελής].