κομητικός, -ή, -όν (Α)1. (για φυτό) αυτός που έχει πλούσιο φύλλωμα2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόμη «φύλλωμα δένδρου». Με τη σημ. 2. < κόμης.