κομητικός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κομητικός, -ή, -όν (Α)
1. (για φυτό) αυτός που έχει πλούσιο φύλλωμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόμη «φύλλωμα δένδρου». Με τη σημ. 2. < κόμης.