κολλαγόνος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κολλογόνος, -ο, θηλ. και -α
1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη
2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο
(βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες, στους συνδέσμους, στο στρώμα του συνδετικού ιστού του δέρματος, στην οδοντίνη και στους χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collagen ή collogen < colla- (< κόλλα) + -gen (< γαλλ. -gene < -γενής < γένος < γίγνομαι)].