κοπρολογία

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων
2. κοπρολαλία
3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογώ < -λόγος < λόγος < λέγω)].