α, ον,
A of a maiden, ἠλακάτης δὲ κοραίης Epic.inArch.Pap.7.8.
κοραῑος, -αία, -ον (Α) κόρηπάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.).