κορυνήτης

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον, ὁ,

   A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.

English (Autenrieth)

club-brandisher. (Il.)

Greek Monolingual

ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].