or κορμ-κόττας,
A v. κροκόττας.
κοροκότας: -ου, ἢ α, ὁ, = κροκότας, Δίων Κ. 76. 1.
κοροκότ(τ)ας, -α, ὁ (Α)βλ. κροκόττας.