κυκλοέλικτος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ον,

   A revolving in a circle, Orph.H.8.11.

German (Pape)

[Seite 1526] im Kreise sich umwälzend, umdrehend, von der Sonne, Orph. H. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοέλικτος: -ον, ἑλισσόμενος, περιστρεφόμενος ἐν κύκλῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 11.

Greek Monolingual

κυκλοέλικτος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + ἑλικτός (< ἑλίσσω)].