λοιπάζω

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A leave, Gloss.:—Pass., to be left over, remain, POxy.1194.3 (iii A. D.), Sch.Ar.Pl.227, etc.; to be in need, Anon.in EN448.23 (v.l. λειπ-).

Greek Monolingual

λοιπάζω (AM) λοιπάς
1. οφείλω, χρωστώ
2. παθ. λοιπάζομαι
μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιποὅπερ ἧκον ἄγοντες λοιπασθὲν ἀπὸ τῆς θυσίας», Αριστοφ.)
αρχ.
παθ. έχω ένδεια, βρίσκομαι σε ανάγκη.