Λεσχανάσιος
English (LSJ)
ὁ (sc. μήν), a month at Tegea, IG5(2).3.
Greek Monolingual
Λεσχανάσιος, ὁ (Α) λέσχη
επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Τεγέα.
ὁ (sc. μήν), a month at Tegea, IG5(2).3.
Λεσχανάσιος, ὁ (Α) λέσχη
επιγρ. ονομασία ενός μήνα στην Τεγέα.