λευκόφθαλμος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ,

   A white-eye, name of a gem, Plin.HN37.171.

German (Pape)

[Seite 35] weißäugig, Plin. H. N. 37, 9.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόφθαλμος: ὁ, ὁ λευκὸς ὀφθαλμός, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 62.

Greek Monolingual

λευκόφθαλμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κάπως λευκά μάτια
2. είδος πολύτιμου λίθου.