λυκόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)αυτός που έχει το χρώμα του τριχώματος του λύκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους, σιτό-χρους)].