μαργαρίς

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of

   A palm-tree, Plin.HN13.42.    II v. μαργαριτης 1.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
avec ou sans λίθος;
perle.
Étymologie: DELG emprunt à l’iranien, lui-même du skr. manjari « perle ».

Greek Monolingual

μαργαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος φοίνικα
2. μαργαρίτης, μαργαριτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μάργαρος + επίθημα -ίς (πρβλ. λατ. margaris)].