μεριδάρχης

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A governor of a district or province, PTeb.66.60 (ii B.C.), LXX 1 Ma.10.65, J.AJ12.5.5.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung, Statthalter eines Landestheiles, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐδάρχης: -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ ὑπούργημα αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 7, 3.

Greek Monolingual

μεριδάρχης, ὁ (Α)
διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, -ίδος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μερ-άρχης].