μεταγλωττίζω

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 145] verdolmetschen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγλωττίζω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.

Greek Monolingual

μεταγλωττίζω)
μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεθερμηνεύω, μεταφράζω
νεοελλ.
μεταφέρω κείμενο από μια μορφή γλώσσας σε άλλη της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο κείμενο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γλῶττα «γλώσσα»)].