μεταπράτης

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A one who re-sells, Sch.Ptol. Tetr.151, Suid. s.v. μετάβολοι.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, der Wiederverkäufer, Höker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· ὡσαύτως παλιμπράτης.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μεταπράτης) μεταπιπράσκω
1. λειανοπωλητής
2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).