μονόβιβλον
Greek Monolingual
μονόβιβλον, τὸ, και μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
σύγγραμμα που αποτελείται από ένα μόνο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίβλος/βιβλίον.
μονόβιβλον, τὸ, και μονόβιβλος, ὁ (ΑΜ)
σύγγραμμα που αποτελείται από ένα μόνο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + βίβλος/βιβλίον.