νῡν δή (Α)(ισχυρότερος τ. του νῡν)1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.)2. προ ολίγου3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» — άλλοτε μεν... άλλοτε δε.