μουσίτσα
Greek Monolingual
η
1. μικρό πτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά καθώς και σε σκουπίδια
2. η σκνίπα
3. (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης
4. προσφώνηση γυναίκας με πολύ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].