Ion. for οἰακίζω.
[Seite 298] ion. = οἰακίζω, w. m. s.
οἰηκίζω: Ἰων. ἀντὶ οἰακίζω.
ion. c. οἰακίζω.
οἰηκίζω (Α)ιων. τ. βλ. οἰακίζω.