ἡ,
A = ὄρυγμα, Ph.1.626.
[Seite 388] ἡ, = ὄρυγμα, Ael. V. H. 13, 16.
ὀρυκτή: ἡ, ὄρυγμα, Φίλων 1. 626.
ὀρυκτή, ἡ (Α) ορυκτόςόρυγμα.