ον,
A spiritless, Cat.Cod.Astr. 8(4).139, Vett.Val.68.17.
νεκρόψυχος, -ον (Α)άθυμος, άψυχος δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. θνητό-ψυχος, ιερό-ψυχος].