νευρίτιδα

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. βλάβη νεύρου ανεξάρτητα από την αιτιολογία της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevrite < νεύρο + κατάλ. -ίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. νευρῖτις, μαρτυρείται από το 1878 στον Αν. Αναγνωστάκη].