νηξίπους

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Greek (Liddell-Scott)

νηξίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τοὺς πόδας καταλλήλους πρὸς νῆξιν, στεγανόπους, Εὐστ., κλ.· ἴδε νέποδες.

Greek Monolingual

νηξίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια κατάλληλα για κολύμβηση, που κολυμπά με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆξις «κολύμβηση» + πούς «πόδι» συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].