νοομαντεία

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του να μαντεύει κανείς τις σκέψεις του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + μαντεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].