νιφόβολος

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A snowclad, δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206 (lyr.); ν. πεδία Ar.Av.952; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.Sert.17.

Greek (Liddell-Scott)

νιφόβολος: -ον, χιονόβλητος, καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, σκῶμμα περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de neige, propr. battu par la neige.
Étymologie: *νίψ neige, βάλλω.

Greek Monolingual

νιφόβολος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής
2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βόλος (< βάλλω)].