παραχάζω

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

   A = παραχωρέω, aor. imper. -χασον, and aor. Med.-εχάσσατο (-εχάσετο cod.), Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρεχάσσατο
παρεχώρησεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χάζω «αποχωρώ, αποσύρομαι»].