πεχά

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. ποσοτικό μέτρο της οξύτητας ή της αλκαλικότητας τών υδατικών ή άλλων υγρών διαλυμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημεία, τη βιολογία, την ιατρική, την αγρονομία κ.ά. επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνή όρο , ο οποίος έχει σχηματιστεί από τα αρχικά τών λ. potentiel Hydrogene «δυναμικό υδρογόνου»].