οἴμη
English (LSJ)
ἡ,
A = οἶμος: metaph., way of song, song, lay, οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481 ; θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν 22.347 ; οἴμης τῆς . . κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74 ; οἴ. δῶκε Φοῖβος τέττιγι power of song, Anacreont.32.14 ; οἴμῃ θελγόμενος A.R.4.150 ; Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9 ; αἰνιγμάτων οἶμαι Lyc.11.
Greek (Liddell-Scott)
οἴμη: ἡ, = οἶμος· μεταφ., ᾠδή, οἴμας Μοῦσ’ ἐδίδαξε Ὀδ. Θ. 481 θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν Χ. 347· οἴμης τῆς ... κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν Θ. 74· οἴμην δῶκε Φοῖβος τέττιγι, τὴν δύναμιν τοῦ ᾄδειν, Ἀνακρεόντ. 35. 14· οἴμῃ θελγομένους Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 150· αἰνιγμάτων οἶμαι Λυκόφρ. 11. (Ἴδε ἐν λ. οἶμα.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
marche d’un récit ; récit, poème.
Étymologie: cf. οἶμος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
οἴμη, ἡ (Α)
1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ' ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.)
2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη
λόγος, ἱστορία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει παραχθεί από τη λ. οἶμος «δρόμος οδός», εξαιτίας του ότι το οἶμος έχει χρησιμοποιηθεί προς δήλωση της μελωδίας, του ήχου, του μέλους ενός άσματος (πρβλ. τις φρ. «οἶμος ἀοιδῆς», «ἐπέων οἶμον», «λύρης οἴμους»). Κατ' άλλους, όμως, η προηγούμενη άποψη είναι παρετυμολογική και η λ. οἴμη θα πρέπει να αναχθεί σε ένα θέμα που μαρτυρείται στο αρχ. νορβ. seidr «μαγεία, γοητεία» και στο αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι» ή, κατ' άλλους, σε som-yo- (πρβλ. χεττιτ. išhamai- «τραγουδώ» και αρχ. ινδ. sāman- «τραγούδι»].