οῦ, ὁ,
A wayfarer, Gloss.
[Seite 292] ὁ, der Wanderer (?).
ὁδευτής: -οῦ, ὁδοιπόρος, «ταξειδιώτης», Γλωσσ.
ὁδευτής, ὁ (Μ) οδεύωοδοιπόρος, ταξιδιώτης.