ὀλιγοετία

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A fewness of years, youth, X.Cyr.1.4.3.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Alter von wenig Jahren, Jugend, Xen. Cyr. 1, 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοετία: ἡ, ὀλιγότης ἐτῶν, νεότης, Ξεν. Κυρ. 1. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jeune âge, jeunesse.
Étymologie: ὀλίγος, ἔτος.

Greek Monolingual

ὀλιγοετία, ἡ (Α) ολιγοετής
η νεαρή ηλικία, η νεότητα.