ὁλόλιθος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A of massive stone, βασίλειον Str.17.1.42.

German (Pape)

[Seite 325] ganz von Stein; Strab. XVII; Schol. Lycophr. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόλῐθος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀγκολίθου, Στράβ. 813.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλιθος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από έναν ογκόλιθο
2. αυτός που αποτελείται ολόκληρος μόνο από λίθους.