ὀφιοπλόκαμος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ον,

   A with snaky curls, Orph.H.69.12.

German (Pape)

[Seite 426] schlangenhaarig, mit Schlangen statt der Haare, Orph. H. 48, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ὀφιοειδεῖς ἢ ἐξ ὄφεων Ὀρφ. Ὕμν. 68. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, -ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, -ον)
αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εως / -εος + πλόκαμος.