παιδοτροφώ
Greek Monolingual
(ΑΜ παιδοτροφῶ, -έω, Α δ. γρφ. παιδιοτροφῶ, -έω) παιδιοτρόφος
ανατρέφω παιδιά
μσν.
παθ. παιδοτροφοῡμαι, -έομαι
(για φυτό) αυξάνομαι, μεγαλώνω.
(ΑΜ παιδοτροφῶ, -έω, Α δ. γρφ. παιδιοτροφῶ, -έω) παιδιοτρόφος
ανατρέφω παιδιά
μσν.
παθ. παιδοτροφοῡμαι, -έομαι
(για φυτό) αυξάνομαι, μεγαλώνω.