παντάπασι
English (LSJ)
or (before a vowel) παντάπασιν, Adv.
A all in all, altogether, wholly, πείθεσθαι Hdt.7.152; ἱπποκρατεῖσθαι Th.6.71; ἀπόλλυσθαι, ἄγασθαι, Pl.Phd.88a, Lg.631a; τὰ δίκαια π. ἀκριβῶ X.Cyr.1.3.17: with Adjs., π. ὀλίγοι very few indeed, Pl.Plt.293a; π. ῥᾴδιον Id.Prt.328a; π. βλάξ quite a simpleton, X.Cyr.1.4.12; π. ἔρημος D.21.80: with Advbs., οὐ π. οὕτως ἀλόγως not so absolutely without reason, Th.5.104; π. ἀνοήτως Isoc.12.232: with the Art., τὸ π. Th.3.87: with a neg., π. οὐδέν, οὐδὲν π., nothing at all, Anaxag.12, Arist.GC316a27. 2 in affirmative answers, by all means, undoubtedly, π. μὲν οὖν Pl.Phdr.278b, Sph.227a; π. γε X.Mem.4.5.3.
German (Pape)
[Seite 462] od. παντάπασιν, Alles in Allem, überhaupt, gänzlich; ἄγαμαι, Plat. Legg. I, 631 b; ἀπόλλυσθαι, Phaed. 88 a; auch c. adj., ὀλίγοι, Polit. 293 a; βλάξ, Xen. Cyr. 1, 4, 12; Folgde, wie Pol. 5, 34, 2; – τὸ παντάπασι, Thuc. 3, 87. – In der Antwort, gewiß, nachdrücklich bejahend, παντάπασί γε, Plat. Soph. 236 a, wie Xen. Mem. 4, 5, 3; παντ. μὲν οὖν, Plat. Phaedr. 271 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντάπᾱσι: ἢ (πρὸ φωνήεντος) -ιν, Ἐπίρρ., ἐν πᾶσιν, ὅλως, ἐξ ὁλοκλήρου, ὁλοσχερῶς, πείθεσθαι Ἡρόδ. 7. 152˙ ἱπποκρατεῖσθαι Θουκ. 6. 71˙ ἀπόλλυσθαι, ἄγασθαι Πλάτ. Φαίδων 88Α, κ. ἀλλ.˙ μετ’ ἐπιθέτ., π. ὀλίγοι, πάνυ ὀλίγοι τῷ ὄντι, ὅλως δι’ ὅλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 293Α˙ π. ῥᾴδιον ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 328Α˙ π. βλάξ, ὅλως δι’ ὅλου βλάξ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12˙ π. ἔρημος Δημ. 140. 16˙ μετ’ ἐπιρρ., οὐ π. οὕτως ἀλόγως, ὄχι ὅλως δι’ ὅλου ἄνευ λόγου, Θουκ. 5. 104˙ π. ἀκριβῶς Ξεν. Κύρ. 1. 3, 17˙ ἀνοήτως Ἰσοκρ. 281Α˙ - μετὰ τοῦ ἄρθρ., τὸ π. Θουκ. 3. 87˙ μετ’ ἀρνητικοῦ, οὐδὲν π. Ἀριστ. π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 2, 13. 2) ἐν ἀποκρίσεσι, μάλιστα, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, βεβαιότατα, π. μὲν οὖν Πλάτ. Φαῖδρ. 278Β, Σοφ. 227Α˙ οὕτω, π. γε Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 3˙ πρβλ. παντελὴς ΙΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
tout à fait, entièrement, absolument ; • τὸ παντάπασιν THC même sens ; παντάπασί γε XÉN oui certes, parfaitement.
Étymologie: πᾶς redoublé.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ.
1. εξ ολοκλήρου, ολωσδιόλου, παντελώς
2. (σε αρνητική πρόταση) διόλου, καθόλου
αρχ.
βεβαίως, αναμφιβόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάντα + πᾶσι(ν)].