ές,
A all-overwhelming, Ἅιδης IG9(1).489 (Thyrrheum, ii B. C.).
-ές, Αβαρύς για όλους, επαχθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].