παρακατιανός

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και παρακατινός, -ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση
2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα
3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
4. μτφ. φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω + κατάλ. -ι(α)νός].