περίλεξις

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A circumlocution, Ar.Nu.318.

German (Pape)

[Seite 582] ἡ, Umredung, wie περίφρασις, Schwatzhaftigkeit, Redseligkeit, Ar. Nub. 317.

Greek (Liddell-Scott)

περίλεξις: ἡ, περίφρασις, πολυλογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 318.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
circonlocution, langage verbeux.
Étymologie: περιλέγω.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α περιλέγω
περιττολογία.