πηχύνω

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A take in one's arms, embrace, A.R.4.972, Nonn.D.25.177 ; τινὰ ἀγοστῷ ib.3.340 : more freq. in Med., χείρεσσι AP12.121 (Rhian.), Opp.H.4.286, Nonn.D.9.30 ; ἀγοστῷ ib.14.152.

German (Pape)

[Seite 612] auf den Arm geben, πηχύνομαι, auf den Arm, in die Arme uehmen, umarmen; πηχύναντό σε χέρεσσι, Rhian. 5 (XII, 121); Opp. H. 2, 486; τινὰ ἀγοστῷ, Nonn. D. 8, 187. 19, 95 u. öfter; auch Ap. Rh. 4, 972, ἀγρύρεον χαῖον παλάμῃ ἔνι πηχύνουσα, erkl. der Schol. τῷ πήχει τῆς χειρὸς προσηρτηκυῖα.

French (Bailly abrégé)

prendre, porter ou tenir dans ses bras;
Moy. πηχύνομαι m. sign.
Étymologie: πῆχυς.

Greek Monolingual

και μέσ. πηχύνομαι, Α πήχυς
1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.)
2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» — παίρνω στην παλάμη (Νόνν.).