πιθείας

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A v. πιθίας.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ, eine Lufterscheinung, von der Gestalt eines Fasses, auch πίθος, Procl. Paraphr. Ptol.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθείας: -ου, ὁ, μετέωρον ἔχον τὸ σχῆμα πίθου, Πρόκλου παράφρ. Πτολεμ. σ. 131· τὸ αὐτὸ καλεῖται πίθος ἐν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, pitheus παρὰ Πλιν. 2. 22, pithita παρὰ Σενέκ. Nat. Quaest. I. 14.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πιθίας.