πιλητής

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 615] ὁ, der Wolle, Haare krämpt, filzt, Filzer, – übh. der zusammendrängt, verdichtet.

Greek (Liddell-Scott)

πῑλητής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πιλήματα, Πολυδ. Ζ΄, 171.

Greek Monolingual

ὁ, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
αυτός που κατασκευάζει πιλήματα.