πισσέλαιον
English (LSJ)
τό,
A = πίσσανθος, Dsc.1.72 ; also, mixture of oil and pitch, Hippiatr.20,al.
German (Pape)
[Seite 619] τό, Oel mit Pech gemischt; auch = πίσσανθος, Sp., wie Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πισσέλαιον: τό, = πίσσανθος, ὃ ἴδε: ὡσαύτως μῖγμα πίσσης καὶ ἐλαίου, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μσν.
μίγμα ελαίου και πίσσας
αρχ.
πίσσανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἔλαιον.